λοχόζεμα

λοχόζεμα
λοχόζεμα, τὸ (Μ)
(στο Βυζάντιο) το ζεστό ποτό που προσέφεραν σε πολλούς όταν η βασίλισσα γεννούσε πορφυρογέννητο, βασιλόπουλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «γέννα, τοκετός» + ζέμα «αφέψημα, ζεστό νερό» (< ζέω «βράζω»), πρβλ. έκ-ζεμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”